- ετερότυπος
- ο1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα»)2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού κυρίως εμβρύου και από την ύπαρξη κοινού ομφάλιου λώρου για το κυρίως έμβρυο και το παράσιτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + τύπος].
Dictionary of Greek. 2013.